χαραχτήρας

χαραχτήρας
ο, Ν
βλ. χαρακτήρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαραχτήρας — ο βλ. χαρακτήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… …   Dictionary of Greek

  • χαρακτήρας — χαρακτήρας, ο και χαραχτήρας, ο 1. το διακριτικό γνώρισμα, το χαρακτηριστικό ιδίωμα, η ιδιότητα: Εύκολα κανείς μπορεί να γνωρίσει το γραφικό του χαρακτήρα. 2. ο ιδιαίτερος τρόπος σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων: Αυτός είναι άνθρωπος με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”